Όταν κτυπούσαν οι καμπάνες, απαντούσαν τα τσακάλια με τις φωνές τους, σαν να δίνανε και αυτά το παρόν μαζί μας.Άναβες το θυμιατό και η κάπνα γλυστρούσε από το παραθύρι του ιερού. Έφευγε γοργά. Ξεκινούσε τον δικό της μαραθώνιο στα γκρέμια της Μικρής Αγιάννας και πιο πέρα, στα Καρούλια....
Φως του ήλιου δεν υπήρχε. Μόνο το φεγγάρι συντρόφευε την μικρή γκαζόλαμπα στο ψαλτήρι.
Και όλος ο κόσμος, αρμονία.
Σαν να σώπαζαν όλα για το «Ευλογητός».
Και οι ανθρώπινες φιγούρες γέμιζαν το μικρό εκκλησάκι. Δίνανε ζωή στα γκέρμια. Σαν να βγήκανε από τους παλαιούς τοίχους κάποιου βυζαντινού ναού και τώρα περιφέρονται ξανά σε τόπους γνώριμους και οικείους, εκεί που μάτωσαν για να γιάνουν, εκεί που χάσανε για να νικήσουν, εκεί που χάθηκαν για να βρεθούν.
Ράσα μαύρα, πρόσωπα να κοιτούν χάμο, και κείνα τα χέρια –τα δουλεμένα- να κρατούν σχοινιά με κόμπους, όπλα ειρήνης, σημάδια ενός πολέμου που η ιστορία συνήθως αγνοεί.
Ο ήλιος ξεπρόβαλε.
Η ακολουθία τελείωσε.
Και καθώς, αυτοί, οι φίλοι του Χριστού χανόντουσαν και πάλι μέσα στα μονοπάτια της ασκήσεως και της νήψης καθόσουν παραδομένος στην ησυχία και στην απλότητα της ερημιάς να θωρείς τις υπάρξεις αυτές. Αυτούς τους άνδρες τους ανδρείους, αυτούς τους μάρτυρες χωρίς συναξάρι, αυτούς τους άσημους μα τόσο σημαντικούς.
Κανείς απ' αυτούς δεν ψάχνει, δεν ψάχνεται. Όλοι έχουν βρει, έχουν βρεθεί.
Και ήταν σαν να έβλεπες τον κόσμο για ολοπρώτη φορά.
Όλοι σίγουροι. Το βλέπεις στο βλέμμα τους, στην σιωπή τους και στον λόγο τους, στο περπάτημα και στην ακινησία τους. Σίγουροι για τον κόσμο που ο κόσμος λησμόνησε.
Και είναι η παρουσία τους ως απουσία και η απουσία τους ως παρουσία.
Η μέρα θα κυλήσει, μα εγώ θα αδημονώ πάλι για κείνη τη στιγμή που οι καμπάνες θα ξανακτυπήσουν και τα τσακάλια θα ουλιάξουν και πάλι μέσα στην έρημο του Όρους τον δικό τους ψαλμό στην Παναγιά.
Από τότε έχουν περάσει χρόνια...
------------------------------
Και όμως. Κι εδώ υπάρχουν ψυχές που σαν τσακάλια ουρλιάζουν μέρα νύχτα στον Θεό.
Ουρλιάζουν πίσω από τις πόρτες των σπιτιών τους, κάτω από στάσης λεοφωρείων, μέσα σε τρένα και πλοία, στις σκιές των φαναριών, σε καφενέδες και σχολεία, σε γραφεία και σε δρόμους...μέσα στην έρημο των πόλεων.
Και είναι η παρουσία τους μια αποστολή: σαν τα τσακάλια να ζούνε, σαν τα τσακάλια να ουρλιάζουν...εκεί στα γκρέμια της πτώσης μας, του κόσμου μας, να μας θυμίζουν τον κόσμο που λησμονήσαμε, την ζωή ξεφτιλίσαμε, την κοινωνία που ερημώσαμε.
Σαν τα τσακάλια, λεύτεροι, λεύτερες...αλήτισσες ψυχές, να ζούνε μέσα στο μακελειό των «εγώ».
--------------------------------
Η οσμή της ζωής ξεπροβάλει και γίνεται αισθητή όταν αρχίζεις να υποψιάζεσαι ότι ζωή είναι κάτι πέρα από την αντοχή της υγείας, της γνώσης, της νιότης, της πείρας σου.
Γιατί η ζωή σου δεν είναι απλά πόσα έμαθες, πόσο ταξίδεψες, πόσους γνώρισες, πόσα κατάφερες, πόσα κατανάλωσες· κυρίως είναι πόσο πόνεσες, πόσο συγχώρεσες, πόσο αγάπησες, πόσο πέθανες...πόσο λεύτερα Του σκλαβώθηκες.
Φως του ήλιου δεν υπήρχε. Μόνο το φεγγάρι συντρόφευε την μικρή γκαζόλαμπα στο ψαλτήρι.
Και όλος ο κόσμος, αρμονία.
Σαν να σώπαζαν όλα για το «Ευλογητός».
Και οι ανθρώπινες φιγούρες γέμιζαν το μικρό εκκλησάκι. Δίνανε ζωή στα γκέρμια. Σαν να βγήκανε από τους παλαιούς τοίχους κάποιου βυζαντινού ναού και τώρα περιφέρονται ξανά σε τόπους γνώριμους και οικείους, εκεί που μάτωσαν για να γιάνουν, εκεί που χάσανε για να νικήσουν, εκεί που χάθηκαν για να βρεθούν.
Ράσα μαύρα, πρόσωπα να κοιτούν χάμο, και κείνα τα χέρια –τα δουλεμένα- να κρατούν σχοινιά με κόμπους, όπλα ειρήνης, σημάδια ενός πολέμου που η ιστορία συνήθως αγνοεί.
Ο ήλιος ξεπρόβαλε.
Η ακολουθία τελείωσε.
Και καθώς, αυτοί, οι φίλοι του Χριστού χανόντουσαν και πάλι μέσα στα μονοπάτια της ασκήσεως και της νήψης καθόσουν παραδομένος στην ησυχία και στην απλότητα της ερημιάς να θωρείς τις υπάρξεις αυτές. Αυτούς τους άνδρες τους ανδρείους, αυτούς τους μάρτυρες χωρίς συναξάρι, αυτούς τους άσημους μα τόσο σημαντικούς.
Κανείς απ' αυτούς δεν ψάχνει, δεν ψάχνεται. Όλοι έχουν βρει, έχουν βρεθεί.
Και ήταν σαν να έβλεπες τον κόσμο για ολοπρώτη φορά.
Όλοι σίγουροι. Το βλέπεις στο βλέμμα τους, στην σιωπή τους και στον λόγο τους, στο περπάτημα και στην ακινησία τους. Σίγουροι για τον κόσμο που ο κόσμος λησμόνησε.
Και είναι η παρουσία τους ως απουσία και η απουσία τους ως παρουσία.
Η μέρα θα κυλήσει, μα εγώ θα αδημονώ πάλι για κείνη τη στιγμή που οι καμπάνες θα ξανακτυπήσουν και τα τσακάλια θα ουλιάξουν και πάλι μέσα στην έρημο του Όρους τον δικό τους ψαλμό στην Παναγιά.
Από τότε έχουν περάσει χρόνια...
------------------------------
Και όμως. Κι εδώ υπάρχουν ψυχές που σαν τσακάλια ουρλιάζουν μέρα νύχτα στον Θεό.
Ουρλιάζουν πίσω από τις πόρτες των σπιτιών τους, κάτω από στάσης λεοφωρείων, μέσα σε τρένα και πλοία, στις σκιές των φαναριών, σε καφενέδες και σχολεία, σε γραφεία και σε δρόμους...μέσα στην έρημο των πόλεων.
Και είναι η παρουσία τους μια αποστολή: σαν τα τσακάλια να ζούνε, σαν τα τσακάλια να ουρλιάζουν...εκεί στα γκρέμια της πτώσης μας, του κόσμου μας, να μας θυμίζουν τον κόσμο που λησμονήσαμε, την ζωή ξεφτιλίσαμε, την κοινωνία που ερημώσαμε.
Σαν τα τσακάλια, λεύτεροι, λεύτερες...αλήτισσες ψυχές, να ζούνε μέσα στο μακελειό των «εγώ».
--------------------------------
Η οσμή της ζωής ξεπροβάλει και γίνεται αισθητή όταν αρχίζεις να υποψιάζεσαι ότι ζωή είναι κάτι πέρα από την αντοχή της υγείας, της γνώσης, της νιότης, της πείρας σου.
Γιατί η ζωή σου δεν είναι απλά πόσα έμαθες, πόσο ταξίδεψες, πόσους γνώρισες, πόσα κατάφερες, πόσα κατανάλωσες· κυρίως είναι πόσο πόνεσες, πόσο συγχώρεσες, πόσο αγάπησες, πόσο πέθανες...πόσο λεύτερα Του σκλαβώθηκες.