Η Αγία Μόνικα ( 332-388 ) γεννήθηκε στην Ταγάστη της Νουμιδίας από χριστιανούς γονείς. Ήταν μητέρα του μεγάλου θεολόγου και φιλοσόφου αγίου Αυγουστίνου. Οι γονείς της την πάντρεψαν το 350 μʼ έναν ειδωλολάτρη , τον Πατρίκιο, άνθρωπο καλοπροαίρετο, αλλά πολύ οξύθυμο και άστατο. Η Μόνικα με την υποταγή και την υπομονή της αγωνίστηκε να τον οδηγήση στον Χριστό. Στις ώρες ηρεμίας έριχνε στην καρδία του συζύγου της τα σπέρματα του θείου λόγου, κι όταν εκείνος κοιμόταν, αυτή τα πότιζε με τα δάκρυά της προσευχής της. Πολλές φίλες της έρχονταν στο σπίτι της με έκδηλα στο πρόσωπό τους τα χτυπήματα των συζύγων τους και απορούσαν πώς η Μόνικα , που είχε σκληρό άνδρα, κατάφερνε να ζη μαζί του ειρηνικά και χωρίς ξυλοδαρμούς. Η χαρά της αγίας ήταν απερίγραπτη όταν ο Πατρίκιος έγινε με τον καιρό ένας αληθινός χριστιανός. Με την ίδια υπομονή και μακροθυμία αντιμετώπιζε και την πεθερά της , η οποία ήταν ιδιότροπη και διαρκώς την έβριζε και την ταπείνωνε μπροστά στους ξένους.
Πηγή:Ορθόδοξη Διαπαιδαγώγηση
Τελικά με την αρετή της, της προσείλκυσε την συμπάθεια και την εκτίμησή της. Όταν ο ιερός Αυγουστίνος ήταν μικρός, αρρώστησε και κινδύνεψε να πεθάνη. Σκέφθηκαν τότε να τον βαφτίσουν. Η μητέρα του όμως προέβλεπε τους δυνατούς πειρασμούς που θʼ αντιμετώπιζε στη νεότητά του και γιʼ αυτό ανέβαλε τη βάφτισή του. Μαζί με το γάλα της η ευσεβής μητέρα φρόντισε να μεταδώση στο παιδί της και την ευσέβεια. Διέκρινε όμως σʼ αυτό τον χαρακτήρα του πατέρα του και διαισθανόταν τον κίνδυνο που θα διέτρεχε η ψυχή του μέσα στη διεφθαρμένη κοινωνία εκείνης της εποχής. Όσο μεγάλωνε ο γιος της , μεγάλωναν τα πάθη του και τα όργιά του. Η προσευχή της μητέρας ανέβαινε πύρινη στον θρόνο του Θεού, αλλά φαινόταν πως δεν εισακούεται. Ο Αυγουστίνος πηγαίνει στην Καρχηδόνα για να σπουδάση. Εκεί ψήνεται στο σεξουαλικό καμίνι της διεφθαρμένης πόλεως. Η μητέρα μαθαίνει ότι ο γιος της παραστράτησε , και τρέχει ταραγμένη νομίζοντας ότι η παρουσία της θα τον συγκρατήση. Δυστυχώς τα λόγια και τα δάκρυά της δεν συγκινούν πια την καρδιά του Αυγουστίνου. Δεν χάνει όμως το θάρρος της. Προσπαθεί υπομονετικά να διεγείρη στην ψυχή του την αποστροφή για την αμαρτία. Το αποτέλεσμα είναι πάλι αρνητικό, αλλά η πιστή μητέρα δεν απελπίζεται. « Προσεύχεται εκτενέστερον » και χύνει δάκρυα περισσότερα απʼ αυτά που χύνουν οι μητέρες για τον θάνατο των παιδιών τους. Πόση πικρία δοκιμάζει όταν μαθαίνη ότι ο γιος της έχει σε ηλικία δεκαοκτώ ετών εταίρα και εξώγαμο παιδί! Ελπίζει όμως στη μετάνοιά του. Η ελπίδα αυτή μαζί με τη δυνατή πίστη τη συγκρατούν. - Μια μέρα παιδί μου, του λέει, θα έρθης εκεί που είμαι εγώ. Νέα θλιβερή είδηση καταφθάνει από την Καρχηδόνα. Ο Αυγουστίνος έγινε αιρετικός – μανιχαίος ! Φίδι φαρμακερό δάγκωσε τη Μόνικα, η οποία αυτή τη φορά λυγίζει. Πηγαίνει ξανά μόνη της στην Καρχηδόνα , κλαίει, θρηνεί, ικετεύει. Όλα όμως πάνε χαμένα. Μοναδική παρηγοριά κι ελπίδα της είναι η προσευχή. Μέρα- νύχτα παλεύει με τον Θεό. Καταφεύγει σε κάποιον επίσκοπο, ο οποίος τη συμβουλεύει και την παρηγορεί. Τέλος της λέει: - Πήγαινε στην ευχή του Θεού , παιδί μου. Ποτέ δεν θα χαθή ο γιός τόσων δακρύων! Ο Θεός όμως θέλει να δοκιμάση περισσότερο την ιώβεια υπομονή της . Ο Αυγουστίνος της είπε ότι θα πάη στην Ιταλία. Η Μόνικα , αφού δεν μπορεί να τον μεταπείση, αποφασίζει να πάη μαζί του. Κατεβαίνουν στο λιμάνι, αλλά εκείνος την ξεγελά και εξαφανίζεται . Ταξιδεύει μόνος. Η μητέρα ξημερώνεται στην προσευχή , πνιγμένη στα δάκρυα. Με ραγισμένη καρδία , αλλά με γενναίο φρόνημα, υψώνει τα μάτια στον ουρανό , κι ύστερα αγναντεύει το πέλαγος. - Κύριε ! φωνάζει. Αφήνω το παιδί μου στον ωκεανό της ευσπλαχνίας Σου. Τα κύματα της χάριτός Σου ας το οδηγήσουν στο λιμάνι Σου. Γέρασε η Μόνικα στη σχολή της υπομονής και της ελπίδος. Αντί να επιμένη την επιστροφή του ασώτου υιού, βάλθηκε η ίδια να τον κυνηγά σε στεριές και θάλασσες. Εγκαταλείπει την Αφρική και έρχεται στα Μεδιόλανα ( Μιλάνο) για την τελική επίθεση. Στα Μεδιόλανα ζει το γλυκοχάραμα της επιστροφής του ασώτου. Η μία χαρά διαδέχεται την άλλη : ο Αυγουστίνος αηδίασε τους μανιχαίους και τους εγκατέλειψε. Με βαθιά συγκίνηση τον βλέπει να συχνάζη στα κηρύγματα του αγίου επισκόπου Αμβροσίου και να μιλά γιʼ αυτόν με σεβασμό και εκτίμηση. Ο Αυγουστίνος παλεύει. Τα δεσμά της αμαρτίας χαλάρωσαν , αλλά ακόμη δεν έσπασαν. Γιʼ αυτό τελικά μνηστεύεται. Τέσσερις γυναίκες τον πολιορκούν εκείνη την εποχή. Δύο ερωμένες , η μνηστή και η μητέρα του. Παλεύουν κι οι τέσσερις να τον κατακτήσουν. Τέλος νικά η μητέρα του , ο άνθρωπος της προσευχής και των δακρύων, της υπομονής και της ελπίδος. Εκείνη που νίκησε τον ατίθασο σύζυγο και τη δύστροπη πεθερά, νίκησε τώρα τον γιό της ύστερα από τριάντα χρόνια αγώνος και προσευχής. Ο Αυγουστίνος παίρνει σταθερή απόφαση να επιστρέψη στον Χριστό και νʼ αφοσιωθή στο έργο της Εκκλησίας Του. Ποιος μπορεί να νιώση τη χαρά της Μόνικας την ώρα που βαπτιζόταν ο γιός της ; Εδώ τελείωσε η αποστολή της. Είδε πια το παιδί της στην αγκαλιά του Κυρίου. - Νυν απολύεις την δούλην Σου, Δέσποτα, εν ειρήνη, ψελλίζει συγκινημένη. Μητέρα και γιός επιστρέφουν στην Αφρική. Στην Όστια, στις εκβολές σταθμεύουν σε μια φιλική έπαυλη για να ξεκουραστούν. Εκεί η Μόνικα αρρωσταίνει και σε λίγες μέρες, σε ηλικία 56 ετών, παραδίδει το πνεύμα της « εν ειρήνη » στον Δέσποτα Χριστό. Ο Κύριος είχε εκπληρώσει και την τελευταία επιθυμία της. ] Από το βιβλίο « Χαρίσματα και χαρισματούχοι » Τόμος τρίτος Ιερά μονή Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής 2002