Στη
σημερινή πραγματικότητα οι άνθρωποι ζητούμε από τους συνανθρώπους μας
να μας φέρονται όπως εμείς θέλουμε. Έχουμε προσδοκίες από αυτούς. Συχνά
δημιουργούμε στο νου και την καρδιά μας μία φαντασιακή κατάσταση για το
ποιοι είμαστε και πώς φερόμαστε στους άλλους ή έχουμε την εντύπωση ότι
οι άνθρωποι καταλαβαίνουν τα αισθήματα αγάπης, τα οποία τρέφουμε προς
αυτούς, ή, κι αντίστροφα, ότι δεν καταλαβαίνουν πόσο υποκριτικά και
εγωκεντρικά τους φερόμαστε και έτσι μπορούμε να έχουμε απαιτήσεις από
αυτούς, χωρίς εκείνοι να αισθάνονται, όπως πιστεύουμε, ότι μπορούν να
μας αρνηθούν. Αυτό συμβαίνει διότι υποχωρεί η δύναμη των κριτηρίων της
συνείδησής μας. Αντί να ζούμε την αλήθεια, τη φανταζόμαστε ή την
σχηματοποιούμε με τέτοιο τρόπο ώστε να ζούμε σε μία ψευδαίσθησή της. Κι
έτσι εύκολα έχουμε παράπονα από τους άλλους, αλλά και εκείνοι από εμάς.
Η αυθεντική χριστιανική παράδοση αποτυπώνεται σε ένα λόγο του Χριστού: «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» (Λουκ. 6,
31). «Όπως θέλετε να σας συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, έτσι ακριβώς να
συμπεριφέρεστε κι εσείς σ’ αυτούς». Είναι ένας λόγος δύσκολος, διότι
προϋποθέτει αυτογνωσία σ’ εμάς και την ίδια στιγμή επίγνωση του πώς
φερόμαστε και πώς θα θέλαμε να μας φέρονται. Είναι ένας λόγος ο οποίος
μας προσγειώνει στην αλήθεια. Και η αλήθεια δεν είναι εύκολη υπόθεση,
γιατί προϋποθέτει έξοδο από την αυτάρκεια της σχετικής τελειότητας, στην
οποία θεωρούμε ότι βρίσκεται ο εαυτός μας.
Γιατί να έχουν παράπονα
οι άλλοι από εμάς, ενώ εμείς είμαστε τόσο καλοί και φερόμαστε τόσο άψογα
απέναντί τους; Ή, ακόμη κι αν κάτι δεν έχουμε κάνει όπως θα το ήθελαν,
είναι δυνατόν να διαγράφουν από την μνήμη και την πεποίθησή τους τα όσα
τους έχουμε προσφέρει; Μήπως εκείνοι αξίζουν την αγάπη μας και την καλή
μας συμπεριφορά έναντί τους; Γιατί να απαιτούν από εμάς να υπερβούμε
τον εαυτό μας ή να δείξουμε ότι είμαστε καλοί, ενώ εκείνοι δεν έχουν
κάνει κάτι ιδιαίτερο για να δικαιούνται την δική μας καλή στάση; Τα
ερωτήματα αυτά ουσιαστικά περιγράφουν και το μέγεθος της κρίσης που
χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Το γιατί οι άνθρωποι είμαστε
εύκολοι σε παράπονα εις βάρος των άλλων. Το γιατί δεν είμαστε
ευχαριστημένοι. Αλλά και γιατί δεν μπορούμε τελικά να αρκεστούμε στα
λίγα που μας δίδονται ή και να δούμε πόσο λίγα προσφέρουμε εμείς.
Ο λόγος του Χριστού
είναι η απάντηση. Αν σκεφτόμασταν πώς θέλουμε οι άνθρωποι να μας
φέρονται, θα αντιλαμβανόμασταν ότι προσπαθούμε να μπούμε στη θέση τους.
Και αυτό είναι ήδη έξοδος από το «εγώ» μας, είναι αγάπη. Δεν είναι απλώς
μία επικοινωνιακή προσέγγιση του άλλου, για να λειτουργήσουμε
ιδιοτελώς. Είναι ένα βαθύ ενδιαφέρον για το πρόσωπό του. Γιατί εκεί
είναι το ουσιώδες του λόγου του Κυρίου. Δείτε τον άλλον ως πρόσωπο.
Προσπαθήστε να καταλάβετε πώς σκέφτεται και τι ζητά. Πώς θα ήθελε να του
φέρεστε. Μην έχετε γνώμονα το «εγώ», αλλά το «συ». Αυτό είναι άνοιγμα
στην αλήθεια του άλλου. Έτσι παύουμε να έχουμε ψευδαισθήσεις για το
ποιος είναι και τι ζητά, παύουμε να προβάλουμε σ’ αυτόν ό,τι νομίζουμε
εμείς ότι είναι και θέλει.
Η συμπεριφορά είναι θέμα
παιδείας. Αρχών. Στάσης ζωής. Η χριστιανική πρόταση είναι στηριγμένη
στην αγάπη και στην αλήθεια. Καλούμαστε να φερθούμε στον άλλο με αγάπη.
Αυτό δε σημαίνει ότι θα κάνουμε ό,τι θέλει, αλλά ό,τι μπορούμε και ό,τι
είναι ωφέλιμο γι’ αυτόν. Οι άνθρωποι έχουμε όρια, δυνατότητες και
δυνάμεις. Μπορούμε να φερθούμε στους άλλους με βάση αυτά. Τα όρια είναι η
φιλοσοφία ζωής μας. Οι δυνατότητες είναι αυτά που θα μπορούσαμε να
κάνουμε. Και οι δυνάμεις μας είναι ό,τι αντέχουμε να κάνουμε. Η αλήθεια
λοιπόν έχει να κάνει με αυτά τα τρία στοιχεία. Αν στη συμπεριφορά μας
συνδυάζουμε την αλήθεια και την αγάπη, τότε ακόμη κι αν η στάση μας δεν
ικανοποιεί τις απαιτήσεις τω ν άλλων, θα γνωρίζουν ότι κάνουμε ό,τι
μπορούμε και ό,τι κρίνουμε ότι θα τους ωφελήσει. Πάντως δε σκεφτόμαστε
με κριτήριο τη δική μας υστεροβουλία.
Έχει σημασία να
σκεφτούμε πώς θα θέλαμε να μας φέρονται οι άνθρωποι. Και εδώ
υπεισέρχεται το κριτήριο της αυτογνωσίας. Μας ενδιαφέρει το ευχάριστο
μόνο ή και το ωφέλιμο; Το υποκριτικό το οποίο δημιουργεί την ψευδαίσθηση
ότι οι άλλοι μας αγαπάνε ή το αληθινό, το οποίο μπορεί και να μας
στενοχωρήσει, όμως θα μας ωφελήσει; Πόσο είμαστε έτοιμοι να παλέψουμε
έναντι ενός εαυτού που ζητά την ευκολία, την άνεση και την ευχαρίστηση
και όχι τον κόπο; Αν μπορούμε, μέσα από την πνευματική ζωή να εργαστούμε
αληθινά με τον εαυτό μας, τότε θα διαμορφώσουμε κριτήρια που θα μας
επιτρέπουν να βλέπουμε τους άλλους διαφορετικά. Όχι στην προοπτική των
απαιτήσεων από αυτούς, αλλά στη δυνατότητα δοξολογίας και ευχαριστίας
προς τον Θεό για κάθε τι που επιτρέπει να μας δίδεται από εκείνους.
Διότι αυτός είναι ο τελικός σκοπός των ανθρώπινων σχέσεων. Να μπορούμε
να δοξάζουμε με τους συνανθρώπους μας τον Θεό της αγάπης, που μέσω
εκείνων και μέσω ημών μας δίδει τη δυνατότητα της κοινωνίας και την
εργασία της σωτηρίας. Κάποτε κι μέσα από τις θλίψεις που οι άλλοι μας
προκαλούν.
Το τελικό ερώτημα έχει
να κάνει με το τι θα πράξουμε σε περίπτωση που εμείς αγαθοποιούμε και οι
άλλοι μας φέρονται άσχημα. Ο Χριστός είναι και πάλι ξεκάθαρος. Ακόμη κι
αν δε βρίσκετε αυτό που ζητάτε από τους άλλους, εσείς πράξτε αυτό που
θα θέλατε να δείτε από εκείνους. Ο Χριστός κηρύττει και δείχνει με τη
δική Του πορεία τον κόσμο ότι η συγχώρεση και την ίδια στιγμή η
αγαθοποιία, δηλαδή η καλοσύνη, είναι τα κλειδιά της αυθεντικής
χριστιανικής ζωής. Δεν εξαρτάται από τους άλλους η πορεία μας, αλλά από
εμάς. Δρόμος δύσκολος, όχι όμως μοναχικός. Διότι αυτός που πιστεύει έχει
και ως παράδειγμα και ως βοηθό τον Κύριό μας, ο Οποίος στηρίζει εν τη
καρδία και με τη χάρη Του, κάποτε με έναν μυστικό και κάποτε με έναν
εμφανή τρόπο (κυρίως με την εμφάνιση στη ζωή ανθρώπων που ανταποδίδουν
αγάπη, μετά από μία θλίψη από άλλους) όποιον είναι αποφασισμένος να
ζήσει αληθινά χριστιανικά.
Ας αναλογιστούμε την
πορεία του εαυτού μας και των σχέσεών μας με τους άλλους σ’ αυτή την
προοπτική και τη διαφορετικότητα της κοινωνίας μας και ας πάρουμε τις
αποφάσεις μας. Ο κόσμος δεν αλλάζει μαζικά, αλλά προσωπικά.