Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν
ὁμιλία του στὸ «Γενέσιο τῆς Θεοτόκου» ἀναφέρει: «Σήμερα ἡ προφητευμένη
ράβδος ἐβλάστησε ἀπὸ τὴν ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, ἀπὸ τὴν ὁποία “ἐβγῆκε ἀνθὸς”,
ποὺ δὲν δέχεται μαρασμό, ἀλλὰ καὶ ἀνακαλεῖ τὴν φύση μας, ποὺ ἐμαράθηκε
καὶ γι’ αὐτὸ ἐξέπεσε ἀπὸ τὸν ἀμάραντο τόπο τῆς τρυφῆς καὶ τὴν ἐπαναφέρει
στὸ εὐθαλὲς καὶ τῆς χαρίζει τὸ ἀειθαλές, τὴν ἀνεβάζει πρὸς τὸν οὐρανὸ
καὶ τὴν εἰσάγει στὸν παράδεισο.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς σὲ ἀντίστοιχη ὁμιλία του θὰ μᾶς πεῖ: «Ὅταν ἦταν ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔρθει στὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ μὴ εἶναι ἀπὸ ἄπειρη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, πρῶτα ἁπλώνεται ὁ οὐρανός, ἔπειτα στρώνεται κάτω ἡ γῆ, ὁρίζεται ἡ περιοχὴ τῆς θάλασσας καὶ συγχρόνως γίνονται ὅσα συμπληρώνουν τὴν ὅλη διακόσμηση καὶ τῶν δύο αὐτῶν.
Ὕστερα τοποθετεῖται ὁ ἄνθρωπος μέσα στὸν παράδεισο σὰν βασιλιάς, γιὰ νὰ ἀσκεῖ τὴν ἀρετή. Λόγῳ τῆς παράβασης ὅλα τὰ εἶχε κυριέψει ἡ φθορὰ καὶ γεμάτος εὐσπλαγχνία ὁ Θεὸς φοβόταν μήπως βαδίσει στὴν ἀνυπαρξία τὸ πλάσμα τῶν χεριῶν του, ἀποφασίζει ἀπὸ πολλὴ καλωσύνη νὰ δημιουργήσει ἄλλο οὐρανὸ καὶ γῆ καὶ θάλασσα, ὅπου θὰ εὕρισκε θέση ὁ ἀχώρητος σὲ ὅλα γιὰ τὴν ἀνάπλαση τοῦ γένους μας.
Κι᾽ αὐτὰ εἶναι ἡ μακαρία καὶ πολυύμνητη Παρθένος. Ὢ θαῦμα μέγα! Εἶναι αὐτὴ οὐρανός, γιατί ἀπὸ τὰ ἀπάτητα θησαυροφυλάκιά της ἀνέτειλε τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, εἶναι γῆ, γιατί ἀπὸ τὶς ἁγνὲς λαγόνες τῆς ἀφθαρσίας βλάστησε τὸν στάχυ τῆς ζωῆς, καὶ εἶναι θάλασσα, γιατί ἀπὸ τοὺς κόρφους της ἄφησε νὰ προβάλει τὸν νοητὸ μαργαρίτη».2
Στὴν ὁμιλία στὴν “Γέννησιν τῆς Θεοτόκου” ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας σημειώνει: «Ἡ Πανάμωμος δὲν ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν βρῆκε συντετριμμένο· οὔτε πάλι μᾶς ἔδωσε τὴ φύση, ἀλλὰ τὴν συνετήρησε· οὔτε μᾶς ἔπλασε αὐτή, ἀλλὰ προσέφερε ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἀναπλασθήκαμε. Ἔγινε ἔτσι βοηθὸς τοῦ πλάστη, τὸ ἄγαλμα συνεργάσθη- κε μὲ τὸν τεχνίτη.
Αὐτὴ ξανάδωκε στὸ ἄγαλμα ὅ,τι εἶχε προηγουμένως κι ἐκεῖνος πρόσθεσε αὐτὸ ποὺ δὲν εἶχε. Καὶ δὲν θὰ πρόσθετε βέβαια ἐκεῖνος αὐτὸ ποὺ ἔλειπε, ἂν δὲν εὕρισκε αὐτὸ ποὺ ὑπῆρχε, πάνω στὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ προσθέσει τὸ δεύτερο (δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ ἔλειπε).
Στὸν Ἀδὰμ ἀπὸ ὅλα τὰ ζῶα τοῦ Παραδείσου μόνη βοηθὸς ἦταν ἡ Εὔα. Καὶ τὸν Θεό, γιὰ νὰ φανερώσει τὴν χρηστότητά Του, μόνη ἡ Παρθένος ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα τὸν ἐβοήθησε.
Γιατί τίποτε ἄλλο δὲν μετεῖχε στὴν φύση τοῦ Ἀδὰμ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Εὔα, καὶ τίποτε ἑπομένως δὲν μποροῦσε νὰ λάβει μέρος στὶς πράξεις του.
Ἀλλὰ καὶ καμμία ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ὑπάρξεις δὲν συμμετεῖχε τόσο στὴν χρηστότητα τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἡ Παρθένος· ἔτσι κανεὶς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήσει. Γιατί βέβαια καὶ ὁ καλύτερος τεχνίτης φθάνει στὸ σκοπό του καὶ γίνεται φανερός, ὅτι εἶναι ἄριστος, ἂν βρεῖ τὸ κατάλληλο ὄργανο ποὺ τὸν ἐξυπηρετεῖ στὴν πραγματοποίηση τῆς τέχνης του».3
Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο θὰ σημειώσει «Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνο ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε θαῦμα καὶ προξενεῖ ἔκπληξη ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτοὺς τοὺς Ἀγγέλους καὶ ξεπερνάει κάθε ρητορικὴ ὑπερβολή: τὸ πῶς, ἐνῶ ἡ Παρθένος ἦταν μόνο ἄνθρωπος καὶ δὲν εἶχε τίποτε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μπόρεσε νὰ διαφύγει, μόνη αὐτή, τὴν κοινὴ ἀρρώστια.
Πῶς τὸ μπόρεσε; Ποιοὺς λογισμοὺς χρησιμοποίησε; Ἀκόμη περισσότερο, πῶς τῆς δημιουργήθηκε ἀρχικὰ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία καὶ θέλησε νὰ ριχθεῖ σὲ αὐτὸν τὸν ἀγώνα, τὸν ὁποῖο κανεὶς ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους της δὲν ἀκούσθηκε ὅτι εἶχε ποτὲ κερδίσει;
Ποιοὺς ὁδηγοὺς εἶχε μπροστά της; Ποιὸς τῆς ἔδωκε ἐλπίδες ὅτι θὰ νικήσει; Ἀπὸ ποῦ ἄντλησε τὸ ἀπαιτούμενο θάρρος;
Γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν πεσμένη, εἶναι δὲ ἀπερίγραπτη ἡ φαυλότης μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀνθρώπων. Λίγοι ἦσαν οἱ καλοὶ κι εἶχαν κι αὐτοὶ ἀνάγκη ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θὰ τοὺς στηρίξουν. Τόσο πολὺ ἀπεῖχαν ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι χρήσιμοι στοὺς ἄλλους».4
1. Γρηγ. Παλαμᾶ Ε.Π.Ε. τόμ. 10 σελ. 589
2. Ἰ. Δαμασκηνοῦ Ε.Π.Ε. τόμ. 9 σελ. 213
3. Νικολάου Καβάσιλα Ἡ Θεομήτωρ Ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας σελ. 109 4.Ὅ.π. σελ. 69
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 1988 6 Σεπτεμβρίου 2013