Το δικαίωμα της γνώμης είναι αδιαπραγμάτευτο στην εποχή μας. Ο
καθένας έχει άποψη και ζητά την ελευθερία να την εκφράζει. Κάποτε ζητά
από τους άλλους να την ενστερνιστούν, καθότι θεωρεί τον εαυτό του
αυθεντικό εκφραστή της αλήθειας. Του είναι δύσκολο να κάνει πίσω, να
θέσει τη γνώμη του στη κριτική των άλλων, να επιχειρηματολογήσει υπέρ
της και να αποδομήσει τα επιχειρήματα των άλλων.
Πηγή : ενοριακή ζωή
Πηγή : ενοριακή ζωή
Και αυτό διότι η γνώμη
συνήθως έχει έναν χαρακτήρα αποσπασματικό. Δεν στηρίζεται στη συνολική
θεώρηση των πραγμάτων, αλλά σε μία πλευρά τους, με αποτέλεσμα ούτε αυτός
που την εκφράζει ούτε αυτοί που έχουν ανάλογη αποσπασματικότητα στη
σκέψη τους να μπορούν να σχηματίσουν ολοκληρωμένη άποψη περί του τι
είναι αλήθεια. Και δεν είναι μόνο αυτό. Όσοι ταυτίζουν την αλήθεια με
την έννοια της γνώμης παραθεωρούν ή αγνοούν ότι η αλήθεια είναι
εμπειρία, βίωση του αυθεντικού. Τη ίδια στιγμή αλήθεια είναι η μη λήθη, η
διατήρηση στη μνήμη του αυθεντικού που είναι πλήρες και όχι μερικό. Και
επειδή οι ανθρώπινες δυνατότητες είναι πεπερασμένες, η αλήθεια του
καθενός όταν περιορίζεται στο μερικό, στο μη βιωματικό και δεν
αναδεικνύει τα όρια της μνήμης γίνεται δογματισμός και όχι
αυθεντικότητα.
Η απολυτοποίηση της αλήθειας μας γίνεται όταν δεν υπάρχει αγάπη και
ταπείνωση. Γιατί η αλήθεια γνωρίζεται από αυτόν που αγαπά, δηλαδή κάνει
έξοδο από τον εαυτό του, από το εγώ του, αποφασίζει να δει τα πράγματα
όχι μόνο με τις λέξεις, αλλά με τα νοήματά τους. Και την ίδια στιγμή,
έχει την ταπείνωση να μην θεωρήσει τον εαυτό του κριτήριο της
αυθεντικότητας των όσων πιστεύει και βιώνει, αλλά να τον εντάσσει στο
εμπειρικό σώμα που έχει πιστέψει και βιώσει το ίδιον ή ό,τι το
πιστοποιεί. Σε ό,τι αφορά τον Θεό και την πίστη αυτό το εμπειρικό σώμα
είναι η Εκκλησία. Η ζώσα κοινότητα. Αυτή που ξεκινά από το μυστήριο της
Ευχαριστίας, αλλά και την ίδια στιγμή αναβαπτίζεται στην παράδοση τόσο
των λόγων όσο και των βιωμάτων των Πατέρων και των Αγίων. Η Εκκλησία η
οποία δεν είναι έτοιμη να κατακρίνει, αλλά να αγαπήσει.
Ζητά την αλήθεια
που ελευθερώνει από το γράμμα, χωρίς να το καταργεί, και οδηγεί στο
πνεύμα. Και η Εκκλησία είναι χώρος σύνθεσης που οδηγεί στην ενότητα.
Ακόμη και όσα απορρίπτει ως μη αυθεντικά η Εκκλησία, δεν έχει ως
κριτήριό της την έπαρση ή την αυτοδικαίωση, αλλά την κατάδειξη ότι δεν
συμφωνούν με την εμπειρία και την πίστη της. Και έτσι δεν κηρύττει η
Εκκλησία αφορισμό των ανθρώπων που ο δικός τους τρόπος προσέγγισης της
αλήθειας είναι μη αυθεντικός, αλλά τους προσκαλεί σε μετάνοια. Σε επαν-
ένταξη στο σώμα της. Εκεί όμως όπου υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις,
κυρίως στο λεκτικό επίπεδο ή στον τρόπο βίωσης της αλήθειας, η Εκκλησία
αφήνει την διαφορετικότητα να στολίσει με ποικιλία τη ζωή της. Γι’ αυτό
και στην ίδια Εκκλησία συνυπάρχουν η ακρίβεια με την οικονομία, η
αυστηρότητα με την επιείκεια, η ομολογία του Συμβόλου της πίστεως που
είναι η αυθεντική έκφραση της εκκλησιαστικής αλήθειας και παράδοσης και
την ίδια στιγμή η δυνατότητα ερμηνειών που όταν δεν είναι αντίθετες αλλά
συμπληρωματικές της παράδοσης, είναι καλοδεχούμενες, διότι εκφράζουν
την εμπειρία και τη χαρισματικότητα των προσώπων που ερμηνεύουν και
ζούνε.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία απολαμβάνει την πληθωρικότητα των
πατερικών ερμηνειών στον λόγο του Ευαγγελίου και στη διδασκαλία της.
Όταν οι Πατέρες διατύπωναν τις ερμηνείες και τις γνώμες, οι ίδιοι και οι
ερμηνείες τους κρίνονταν από το σώμα του Χριστού που ζούσε στο παρόν
τους. Οριστικά όμως καθιερώθηκαν μετά τον θάνατό τους, όταν το έργο τους
μπορούσε πλέον να ιδωθεί συνολικά και όχι αποσπασματικά. Γι’ αυτό και
πατερικές διδασκαλίες και συμπεριφορές, παρότι απορρίφθηκαν εκ των
υστέρων, δεν έκαναν την Εκκλησία να απορρίψει τα πρόσωπα, αλλά την
άφησαν να συμπεριλάβει στις δέλτους της ως αγίους αυτούς που διατύπωσαν
και έζησαν εν αγάπη και αληθεία. Τα παραδείγματα των αγίων Γρηγορίου
Νύσσης και του ιερού Αυγουστίνου είναι χαρακτηριστικά.
Στο παρόν ζούμε τον πειρασμό του σχίσματος. Βλέποντας αποσπασματικά και
μονομερώς, χωρίς να έχουμε την αγάπη και την ταπείνωση αυξημένες και
καλλιεργούμενες, νομίζουμε ότι η αλήθεια μας είναι το παν και θεωρούμε
ότι έχουμε το δικαίωμα να κρίνουμε τους πάντες και τα πάντα. Να
διαγράφουμε πρόσωπα, να απολυτοποιούμε τους τρόπους μας, να
εκμεταλλευόμαστε τα χαρίσματά μας για να αποκτήσουμε οπαδούς, να
υποσχόμαστε παράδεισο και να απειλούμε με κόλαση, να ειρωνευόμαστε και
να αδιαφορούμε και την ίδια στιγμή να παύουμε να λειτουργούμε με αγάπη
στο όνομα του Χριστού.
Ερμηνεύοντας τον λόγο του αποστόλου Παύλου «παρακαλώ
υμάς, αδελφοί, δια του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα το
αυτό λέγητε πάντες και μη η εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω
αυτώ νοί και εν τη αυτή γνώμη» (Α’ Κορ. 1, 10), «σας
ζητώ, αδελφοί, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να είστε όλοι
σύμφωνοι μεταξύ σας και να μην υπάρχουν ανάμεσά σας διαιρέσεις, αλλά να
είστε ενωμένοι, με μία σκέψη και με ένα φρόνημα», ως απαίτηση να είναι
όλοι σύμφωνοι με αυτό που εμείς πιστεύουμε και όχι με αυτό που
αποδέχεται, ζει ή και ανέχεται η Εκκλησία, είμαστε έτοιμοι να
καταδικάσουμε ή να διασπάσουμε το σώμα του Χριστού, κατηγορώντας τους
άλλους ως λιγότερο αυθεντικούς ή ως χαλασμένους και αιρετικούς. Όμως ο
λόγος του Παύλου είναι λόγος αγάπης και καταλλαγής. Θέλει να καταδείξει
ότι κέντρο της ζωής όλων είναι ο Χριστός, ο Οποίος δεν χωρίζεται και
σημείο αυθεντικής βίωσής Του είναι ο σταυρός, δηλαδή η θυσία της αγάπης
και η αλήθεια που γίνεται θάνατος για εμάς και όχι για τους άλλους.
Θέαση της ζωής και των πάντων με γνώμονα τον Χριστό, τη διδασκαλία και
την εμπειρία Του, αγάπη και ταπείνωση στον τρόπο που βλέπουμε την
αλήθεια και σεβασμός στους άλλους και την δική τους αλήθεια είναι τα
κριτήρια που θα μας βοηθήσουν να είμαστε εντός της Εκκλησίας. Η άρνηση
της αυθεντοποίησης του εαυτού μας, η άρνηση του να θεωρούμε τους εαυτούς
μας σωτήρες, η άρνηση να αυτοδιακρινόμαστε σε καθαρούς, αγίους και
αυθεντικούς είναι τελικά το κλειδί για να μη γίνεται η αλήθειά μας
ολοκληρωτισμός, φανατισμός και τελικά αιτία σχισμάτων, τα οποία και
διαμοιράζουν τα ιμάτια του Χριστού και οδηγούν στην απώλεια.